Τελ. ενημέρωση: |
||
01-Oct-2000
|
Αρχ Ελλ Ιατρ, 17(1), Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000, 61-67
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Μελέτη σωματικού βάρους
σπουδαστών ΤΕΙ
και συσχέτιση με τη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος
Τ. ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ, Χ. ΓΝΑΡΔΕΛΛΗΣ, Α. ΤΡΙΧΟΠΟΥΛΟΥ
Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, Έδρα Διατροφής και
Βιοχημείας, Αθήνα
ΣΚΟΠΟΣ Η
μελέτη της σχέσης σωματικού βάρους και συχνότητας κατανάλωσης πρωινού
γεύματος σε σπουδαστές ΤΕΙ. Λέξεις ευρετηρίου: Διατροφική συμπεριφορά, Κατανομή γευμάτων, Παχυσαρκία, Πρωϊνό γεύμα. |
Η επίπτωση της παχυσαρκίας, τις τελευταίες δεκαετίες, παρουσιάζει έντονους ρυθμούς αύξησης σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου.1 Η αύξηση αυτή παρατηρείται τόσο στις οικονομικά αναπτυγμένες2–5 όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες και αφορά ενήλικες3 και παιδιά.6 Στις αναπτυγμένες χώρες το πρόβλημα της παχυσαρκίας συνδέεται με τα χρόνια νοσήματα, ενώ στις αναπτυσσόμενες τείνει να αντικαταστήσει τα παραδοσιακά προβλήματα δημόσιας υγείας, που είναι ο υποσιτισμός και τα λοιμώδη νοσήματα.1 Σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατων ερευνών, σημαντικό ποσοστό των Ελλήνων ενηλίκων έχει σωματικό βάρος άνω του επιθυμητού, όπως αυτό καθορίζεται από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας.7,8 Η ίδια εικόνα παρατηρείται και σε παιδιά σχολικής ηλικίας.9,10
Είναι γνωστό ότι η παχυσαρκία σχετίζεται με αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας σε πληθυσμιακό επίπεδο, μέσω της αύξησης ορισμένων παραγόντων κινδύνου που ενοχοποιούνται για την εμφάνιση χρόνιων νοσημάτων.1,11–13 Συγκεκριμένα, έχει παρατηρηθεί θετική συσχέτιση της παχυσαρκίας με την αρτηριακή πίεση,14,15 τη χοληστερόλη του ορού16 και τη μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη.17–19 Επιπλέον, φαίνεται ότι η παχυσαρκία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση χρόνιων νοσημάτων,20,21 όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα,22,23 οι διάφορες εντοπίσεις κακοήθων νεοπλασιών,24 ο μη ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης,18 η χολολιθίαση,1 η οστεοαρθρίτιδα25 και ορισμένες ψυχολογικές διαταραχές.1 Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα παχύσαρκα παιδιά συνήθως γίνονται παχύσαρκοι ενήλικες, με όλες τις επιπτώσεις στην υγεία που προαναφέρθηκαν.26
Έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι οι κύριοι αιτιολογικοί παράγοντες της παχυσαρκίας είναι η κληρονομικότητα, οι διατροφικές συνήθειες και το επίπεδο της σωματικής δραστηριότητας.1 Το γεγονός ότι η αύξηση της επίπτωσης της παχυσαρκίας συνέβη σε μικρό χρονικό διάστημα, υποδεικνύει ότι δεν μπορεί να οφείλεται σε μεταβολές του γενετικού υλικού των ατόμων.1 Συνεπώς, οι κύριοι παράγοντες οι οποίοι τείνουν να υπερνικήσουν το φυσιολογικό μηχανισμό ρύθμισης της πρόσληψης τροφής και του μεταβολισμού, που αποτελεί τμήμα της βιολογικής ικανότητας για τη διατήρηση της ενεργειακής ισορροπίας, είναι η σημαντική μείωση της σωματικής δραστηριότητας27,28 και η υψηλή πρόσληψη ενέργειας.
Άλλοι παράγοντες, που πιθανώς ευθύνονται για την ταχεία εξάπλωση της παχυσαρκίας και οι οποίοι χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης, είναι η ενεργειακή πυκνότητα της διατροφής και παράγοντες που σχετίζονται με τη διατροφική συμπεριφορά.1 Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, ο αριθμός των γευμάτων και η κατανομή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας σχετίζονται με το σωματικό βάρος.1,29,30 Συγκε κριμένα, φαίνεται ότι σε ισοθερμιδικές δίαιτες η κατανάλωση πολλών και μικρών γευμάτων υπερτερεί έναντι της κατανάλωσης λίγων και μεγάλων γευμάτων, όσον αφορά την απορρόφηση της γλυκόζης και την υπερτριγλυκεριδαιμία.31 Επίσης, σε έρευνα που έγινε σε παχύσαρκα άτομα υποβαλλόμενα σε δίαιτα αδυνατίσματος, παρατηρήθηκε ότι οι γυναίκες που κατανάλωναν περισσότερα και μικρότερα γεύματα εμφάνιζαν αυξημένη πιθανότητα για απώλεια βάρους σε σχέση με τις γυναίκες που έτρωγαν λιγότερα και μεγαλύτερα γεύματα.1 Σύμφωνα με τα στοιχεία ερευνών που έχουν γίνει σε αναπτυγμένες χώρες, φαίνεται ότι η ελάττωση της κατανάλωσης τροφίμων και οι δίαιτες αδυνατίσματος συχνά οδηγούν σε αποφυγή λήψης του πρωινού γεύματος και αυτό πιθανώς οδηγεί σε υπερβολική κατανάλωση τροφίμων αργότερα κατά τη διάρκεια της ημέρας.32 Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι άτομα με σωματικό βάρος άνω του επιθυμητού δεν καταναλώνουν πρωινό συστηματικά.33–37 Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, ο χρόνος και το περιβάλλον λήψης του πρωινού γεύματος πιθανώς να συσχετίζονται με το σωματικό βάρος.38,39
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση της σχέσης του σωματικού βάρους με την κατανάλωση πρωινού γεύματος, καθώς και διαφόρων παραγόντων που σχετίζονται με αυτό, σε άτομα νεαρής ηλικίας. Τα αποτελέσματα αυτής της διερεύνησης μπορεί να συμβάλουν στην αποσαφήνιση του προβλήματος της παχυσαρκίας στο νεανικό πληθυσμό της χώρας, με απώτερο σκοπό την εφαρμογή μέτρων πρόληψης.
ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ
Η συλλογή των δεδομένων της έρευνας έγινε στη Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΠ) του ΤΕΙ της Αθήνας. Βασίστηκε σε ειδικά δομημένο έντυπο ερωτηματολόγιο, το οποίο συμπληρώθηκε από 436 σπουδαστές και σπουδάστριες των τμημάτων Νοσηλευτικής, Ιατρικών Εργαστηρίων, Επισκε πτών-Επι σκεπτριών Υγείας και Εποπτών Δημόσιας Υγείας. Η συ μπλή ρωση των ερωτηματολογίων ήταν ανώνυμη και έγινε στις αί θου σες διδασκαλίας. Δεν υπήρχε επικοινωνία των συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια συμπλήρωσης του ερωτηματολογίου και οι ίδιες γενικές οδηγίες και κατευθύνσεις για τη συμπλήρωση δόθηκαν σε όλους. Το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε ερωτήσεις που αφορούσαν ορισμένα βασικά κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά των σπουδαστών, τις διατροφικές τους συνήθειες και τις απόψεις και στάσεις τους σε σχέση με τη διατροφή. Τα κοινωνικο-δη μο γραφικά και σωματομετρικά χαρακτηριστικά των σπουδαστών που περιελάμβανε το ερωτηματολόγιο ήταν η ηλικία, το φύλο, το επάγγελμα των γονέων, ο τόπος διαμονής τους πριν από την εισαγωγή στο ΤΕΙ, το ύψος και το βάρος τους, κατά δήλωσή τους. Για την εκτίμηση του βαθμού παχυσαρκίας χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) ή δείκτης Quetelet, o οποίος υπολογίζεται ως το πηλίκο του βάρους Β (σε kg) διά του ύψους Υ (σε m) στο τετράγωνο (ΔΜΣ=Β/Υ2). Η κατάταξη των ατόμων σε σχέση με το δείκτη μάζας σώματος έγινε με βάση την κατάταξη που έχει προταθεί από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας.1
Για τη διερεύνηση των διατροφικών συνηθειών των σπουδαστών χρησιμοποιήθηκε η συχνότητα κατανάλωσης επιλεγμένων γευμάτων, όπως είναι το πρωινό γεύμα, ή επιλεγμένων τροφίμων, όπως είναι το κόκκινο κρέας, τα οινοπνευματώδη ποτά, τα αναψυκτικά, τα φρούτα, τα διάφορα “snacks” και τα προϊόντα “fast-food”.
Για την αξιολόγηση της σχέσης που υφίσταται μεταξύ βαθμού παχυσαρκίας και συχνότητας κατανάλωσης πρωινού γεύματος, χρησιμοποιήθηκαν υποδείγματα πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης με εξαρτημένη μεταβλητή το δείκτη μάζας σώματος των σπουδαστών και ανεξάρτητες μεταβλητές τη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος, το φύλο, την ηλικία, τη σωματική άσκηση, τις συνήθειες καπνίσματος και το ενδεχόμενο εφαρμογής κάποιας δίαιτας αδυνατίσματος κατά το παρελθόν ή κατά τη διάρκεια της έρευνας. Επίσης, διερευνήθηκε η σχέση κατανάλωσης πρωινού γεύματος με τη σωματική άσκηση και τη συνήθεια του καπνίσματος.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Ο πίνακας 1 δίνει την κατανομή των σπουδαστών κατά φύλο, δείκτη μάζας σώματος, σωματική άσκηση, εφαρμογή δίαιτας αδυνατίσματος, συνήθειες καπνίσματος και συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος. Από τους 436 σπουδαστές που συμμετείχαν στην έρευνα, μόνο 53 (12,2%) ήταν υπέρβαροι, εφόσον είχαν ΔΜΣ μεγαλύτερο ή ίσο του 25 kg/m2, ενώ μόνο 5 (1,1%) μπορούσαν να θεωρηθούν παχύσαρκοι (ΔΜΣ>=30 kg/m2). Από την κατανομή της κατανάλωσης πρωινού γεύματος προκύπτει ότι καθημερινή κατανάλωση ανέφερε περίπου το 29% των σπουδαστών, ενώ λιγότερο από μία φορά την εβδομάδα δήλωνε το 39%. Από τον ίδιο πίνακα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποσοστά αυτών που δήλωναν ότι καπνίζουν (34%) και αυτών που ανέφεραν συστηματική σωματική άσκηση (29%).
Ο πίνακας 2 επεξηγεί τη σχέση λήψης πρωινού γεύματος με τη σωματική άσκηση και τις καπνιστικές συνήθειες. Από τον πίνακα αυτόν προκύπτει αυξημένη κατανάλωση πρωινού σε καθημερινή βάση για τους μη καπνιστές (33,7%) και τα άτομα που ασκούνταν (43,3%). Τα αντίστοιχα ποσοστά καθημερινής κατανάλωσης πρωινού γεύματος των καπνιστών και αυτών που δεν ασκούνταν ήταν 19,6% και 23%.
Από την ταξινόμηση των μέσων τιμών του δείκτη μάζας σώματος κατά φύλο, στον πίνακα 3 προκύπτει ότι οι νεαροί άνδρες εμφανίζουν υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος από τις νεαρές γυναίκες κατά 3 μονάδες περίπου (24 έναντι 21,1 kg/m2). Από τον ίδιο πίνακα προκύπτει επίσης ότι υψηλότερη τιμή του δείκτη παχυσαρκίας έναντι των υπολοίπων (αναμενόμενη, άλλωστε) εμφανίζουν τα άτο μα που ακολουθούν ή ακολούθησαν στο παρελθόν κά ποια δίαιτα αδυνατίσματος (22,9 έναντι 20,6 kg/m2). Ση μαντικές διαφοροποιήσεις ως προς το βαθμό παχυσαρκίας μεταξύ καπνιστών και μη καπνιστών, όπως και μεταξύ αυτών που ασκούνταν και αυτών που δεν ασκούνταν, δεν προκύπτουν από το συγκεκριμένο πίνακα. Αντί θετα, ως προς τη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος, οι μέσες τιμές του δείκτη μάζας σώματος των σπουδαστών φαίνεται να μειώνονται αυξανομένης της συχνότητας κατανάλωσης πρωινού (από 22,6 kg/m2, που είναι ο ΔΜΣ αυτών που καταναλώνουν λιγότερο από μία φορά την εβδομάδα πρωινό, σε 21,2 kg/m για αυτούς που καταναλώνουν πρωινό κάθε μέρα).
Όλες οι παραπάνω σχέσεις, λόγω των αμοιβαίων αλ ληλεπιδράσεων που υφίστανται, δεν μπορούν να ερμηνευθούν ευθέως, παρά μόνο μετά την εφαρμογή υποδείγματος πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης με εξαρτημένη μεταβλητή το δείκτη μάζας σώματος των σπουδαστών και ανεξάρτητες το φύλο, την ηλικία (σε χρόνια), την πιθανή σωματική άσκηση (ναι, όχι), την εφαρμογή δίαιτας αδυνατίσματος (ναι, όχι), το κάπνισμα (ναι, όχι) και τη συχνότητα λήψης πρωινού γεύματος (λιγότερο από μία φορά την εβδομάδα, 1–3 φορές την εβδομάδα, 4–6 φορές την εβδομάδα, κάθε μέρα). Λόγω της απάλειψης των συγχυτικών επιδράσεων μεταξύ των ανεξάρτητων μεταβλητών του συγκεκριμένου υποδείγματος, οι σχέσεις που υφίστανται μεταξύ του δείκτη μάζας σώματος και των μεταβλητών αυτών αποσαφηνίζονται πλήρως. Έτσι, στον πίνακα 4 εμφανίζεται η διαφορά των τριών περίπου μονάδων (3,12 kg/m2) στο δείκτη μάζας σώματος των νεαρών ανδρών έναντι των νεαρών γυναικών (συντελεστής παλινδρόμησης β των ανδρών έναντι των γυναικών), ενώ δεν προσδιορίζεται στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ αυτών που ασκούνταν συστηματικά και των υπολοίπων, καθώς επίσης και μεταξύ καπνιστών και μη καπνιστών. Από τον ίδιο πίνακα προκύπτει οριακά στατιστικά σημαντική (P=0,08) αύξηση του δείκτη μάζας σώματος (κατά 0,12 kg/m2) ανά έτος ηλικίας των σπουδαστών και σημαντική διαφορά (κατά 2,5 kg/m2) μεταξύ αυτών που ακολουθούν ή ακολούθησαν δίαιτα αδυνατίσματος και των υπολοίπων. Ως προς την κατανάλωση πρωινού γεύματος, η μεταβολή του δείκτη μάζας σώματος, έτσι όπως αυτή προσδιορίζεται από τους συντελεστές της γραμμικής παλινδρόμησης, φαίνεται να είναι δοσομετρική. Έτσι, σε σχέση με τους σπουδαστές που ανέφεραν κατανάλωση πρωινού μικρότερη από μία φορά την εβδομάδα, ο ΔΜΣ των σπουδαστών που ανέφεραν κατανάλωση 1–3 φορές/εβδομάδα είναι μικρότερος κατά 1,11 kg/m2, ενώ στους σπουδαστές με κατανάλωση 4–6 φορές/εβδομάδα είναι μικρότερος κατά 1,21 kg/m2. Σε αυτούς που ανέφεραν καθημερινή λήψη πρωινού, ο ΔΜΣ είναι επίσης μικρότερος κατά 0,91 kg/m2 έναντι αυτών που ανέφεραν κατανάλωση μικρότερη από μία φορά την εβδομάδα.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας μελετήθηκε το σωματικό βάρος σπουδαστών του ΤΕΙ και διερευνήθηκε η σχέση του με τη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος. Από τα αποτελέσματα που προέκυψαν διαπιστώθηκε ότι, αν και ο δείκτης μάζας σώματος της πλειοψηφίας των σπουδαστών βρίσκεται σε φυσιολογικά όρια, ποσοστό 13% περίπου από αυτούς είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Σε ανάλογη εργασία, που έγινε το 1993 και αφορούσε Έλληνες νεοσύλλεκτους στρατιώτες αντίστοιχης ηλικίας με αυτή των σπουδαστών, τα ποσοστά των υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων ήταν σαφώς υψηλότερα.7 Αυτό πιθανώς να οφείλεται στο γεγονός ότι μεγάλο ποσοστό (80,5%) των σπουδαστών είναι γυναίκες, σε αντιδιαστολή με τους νεοσύλλεκτους, το δε ποσοστό των αρρένων σπουδαστών με ΔΜΣ μεγαλύτερο του 25 kg/m2 βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο με εκείνο που παρατηρήθηκε μεταξύ των νεοσυλλέκτων (30% περίπου).
Ο δείκτης μάζας σώματος των σπουδαστών διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με τη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος και η διαφοροποίηση αυτή φαίνεται να είναι δοσομετρική: ο ΔΜΣ μειώνεται σταδιακά από την κατηγορία της σπάνιας κατανάλωσης πρωινού γεύματος προς την κατηγορία της συστηματικής κατανάλωσης πρωινού. Έτσι, σε σχέση με τους σπουδαστές που ανέφεραν κατανάλωση πρωινού γεύματος μικρότερη από μία φορά την εβδομάδα, ο ΔΜΣ των σπουδαστών που ανέφεραν κατανάλωση 1–3 φορές/εβδομάδα είναι μικρότερος κατά 1,11 kg/m2, ενώ ο ΔΜΣ των σπουδαστών με κατανάλωση 4–6 φορές/εβδομάδα είναι μικρότερος κατά 1,21 kg/m2. Η διαφορά αυτή είναι μικρότερη στους σπουδαστές που ανέφεραν καθημερινή κατανάλωση πρωινού γεύματος (0,91 kg/m2), γεγονός όμως που δεν διαφοροποιεί τη γενική εικόνα. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνονται και από τα αποτελέσματα αντίστοιχων μελετών, που έγιναν σε άλλες χώρες. Σε έρευνα που διεξήχθη στη Γαλλία, σε δείγμα παιδιών ηλικίας 7–12 ετών, βρέθηκε ότι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά προσλάμβαναν λιγότερη ενέργεια κατά το πρωινό γεύμα.30 Επίσης, από τα αποτελέσματα μελέτης που έγινε στη Μ. Βρετανία, σε δείγμα εφήβων ηλικίας 13–14 ετών, προέκυψε ότι τα άτομα που είχαν χαμηλότερο ΔΜΣ κατανάλωναν περισσότερη ενέργεια στο πρωινό σε σχέση με τα άτομα που είχαν υψηλότερο ΔΜΣ.36 Παρόμοια αποτελέσματα προκύπτουν από αντίστοιχες έρευνες που έχουν γίνει σε παιδιά και εφήβους στην Ισπανία35 και στη Νορ βηγία,34 αλλά και σε ηλικιωμένα άτομα στην Ελλά δα.37 Η αντίστροφη σχέση μεταξύ σωματικού βάρους και συχνότητας κατανάλωσης πρωινού γεύματος μπορεί να οφείλεται στο ότι τα άτομα που καταναλώνουν πρωινό φαίνεται ότι κάνουν υγιεινότερες διατροφικές επιλογές στα υπόλοιπα γεύματα της ημέρας.34,35,39
Η διερεύνηση της σχέσης δείκτη μάζας σώματος και καπνίσματος δεν έδωσε σημαντικά αποτελέσματα, γε γονός που μπορεί να αποδοθεί στο νεαρό της ηλικίας των συμμετεχόντων και, κατά συνέπεια, στη μικρή διάρκεια της συνήθειας του καπνίσματος, η οποία δεν έχει επηρεάσει ακόμη το σωματικό τους βάρος. Μη σημαντική βρέθηκε επίσης η σχέση του δείκτη μάζας σώματος με τη σωματική άσκηση. Αυτή η τελευταία διαπίστωση μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι απαντήσεις των σπουδαστών στην ερώτηση «αν ασκούνται συστηματικά» συχνά απέχουν από την πραγματικότητα, όπως έχει διαφανεί σε αποτελέσματα άλλων ερευνών.40 Για να υπάρχει μεγαλύτερη αξιοπιστία στις απαντήσεις της σχετικής ερώτησης, θα έπρεπε να καταγράφεται αναλυτικά από τους συμμετέχοντες το είδος, η συχνότητα, η διάρκεια και η ένταση της σωματικής τους δραστηριότητας.
Αντίθετα, σημαντική βρέθηκε η σχέση της κατανάλωσης του πρωινού γεύματος με τις καπνιστικές συνήθειες και τη σωματική άσκηση. Ειδικότερα, προσδιορίστηκε αυξημένη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού από τους μη καπνιστές και τα άτομα που ασκούνται, σε αντιδιαστολή με τους καπνιστές και τα άτομα που δεν ασκούνται, των οποίων η λήψη πρωινού είναι περιορισμένη. Οι διαπιστώσεις αυτές υποδηλώνουν ότι υπάρχει συρροή θετικών ή αρνητικών συμπεριφορών υγείας στα ίδια άτομα, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τις αντίστοιχες παρεμβατικές μεθόδους αγωγής υγείας.
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της παρούσας ερ γασίας δείχνουν ότι, αν και η μέση τιμή του ΔΜΣ βρίσκεται σε φυσιολογικά επίπεδα, ποσοστό 13% των σπουδαστών έχει αυξημένο σωματικό βάρος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίστροφη σχέση μεταξύ της συ χνότητας κατανάλωσης πρωινού γεύματος και του ΔΜΣ. Η σχέση αυτή χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Όμως, δε δομένης της γενικότερης ευεργετικής επίδρασης που έχει η συστηματική κατανάλωση πρωινού γεύματος στην υγεία των παιδιών και των εφήβων,34,35 αλλά και του γενικού πληθυσμού, η ανωτέρω συσχέτιση θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει τη βάση για τη χάραξη αποτελεσματικής πολιτικής δημόσιας υγείας στο συγκεκριμένο θέμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ