Τελ. ενημέρωση:

   01-Oct-2000
 

Αρχ Ελλ Ιατρ, 17(1), Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000, 61-67

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Μελέτη σωματικού βάρους σπουδαστών ΤΕΙ
και συσχέτιση με τη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος

Τ. ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ, Χ. ΓΝΑΡΔΕΛΛΗΣ, Α. ΤΡΙΧΟΠΟΥΛΟΥ
Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, Έδρα Διατροφής και Βιοχημείας, Αθήνα

 

 

ΣΚΟΠΟΣ Η μελέτη της σχέσης σωματικού βάρους και συχνότητας κατανάλωσης πρωινού γεύματος σε σπουδαστές ΤΕΙ.
ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ Στην έρευνα συμμετείχαν 436 σπουδαστές και σπουδάστριες της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας του ΤΕΙ της Αθήνας. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ειδικό ερωτηματολόγιο, που αφορούσε τις διατροφικές τους συνήθειες και τις απόψεις και στάσεις τους σε σχέση με τη διατροφή. Επιπλέον, υπολογίστηκε ο δείκτης μάζας σώματός τους (ΔΜΣ) με βάση το βάρος και το ύψος τους, όπως αυτά δηλώθηκαν από τους ίδιους.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Η μέση τιμή του δείκτη μάζας σώματος βρέθηκε 21,1 kg/m2 για τα κορίτσια και 24,0 kg/m2 για τα αγόρια. Από το σύνολο των συμμετεχόντων, 12,2% ήταν υπέρβαροι (25 kg/m2<=ΔΜΣ <=30 kg/m2), ενώ 1,1% ήταν παχύσαρκοι (ΔΜΣ>=30 kg/m2). Από την ανάλυση των δεδομένων με τη χρήση υποδείγματος πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης προέκυψε αρνητική συσχέτιση μεταξύ του δείκτη μάζας σώματος και της συχνότητας κατανάλωσης πρωινού γεύματος. Σε σχέση με τους σπουδαστές που ανέφεραν κατανάλωση πρωινού γεύματος μικρότερη από μία φορά την εβδομάδα (22,6%), ο ΔΜΣ των σπουδαστών με κατανάλωση 1–3 φορές/εβδομάδα ήταν μικρότερος κατά 1,11 kg/m2, ενώ ο ΔΜΣ των σπουδαστών με κατανάλωση πρωινού 4–6 φορές/εβδομάδα βρέθηκε μικρότερος κατά 1,21 kg/m2. Στους σπουδαστές που ανέφεραν καθημερινή λήψη πρωινού (21,2%), ο ΔΜΣ βρέθηκε επίσης μικρότερος κατά 0,91 kg/m2 έναντι αυτών που ανέφεραν κατανάλωση μικρότερη από μία φορά την εβδομάδα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Αν και ο δείκτης μάζας σώματος βρέθηκε στα φυσιολογικά όρια για την πλειοψηφία των σπουδαστών, παρατηρήθηκε αυξημένο σωματικό βάρος για το 13% αυτών. Η συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος φαίνεται να έχει αρνητική σχέση με το δείκτη μάζας σώματος, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της γενικότερης ευεργετικής επίδρασης που έχει η συστηματική κατανάλωση πρωινού γεύματος στην υγεία των παιδιών και των εφήβων.

Λέξεις ευρετηρίου: Διατροφική συμπεριφορά, Κατανομή γευμάτων, Παχυσαρκία, Πρωϊνό γεύμα.

Η επίπτωση της παχυσαρκίας, τις τελευταίες δεκαετίες, παρουσιάζει έντονους ρυθμούς αύξησης σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου.1 Η αύξηση αυτή παρατηρείται τόσο στις οικονομικά αναπτυγμένες2–5 όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες και αφορά ενήλικες3 και παιδιά.6 Στις αναπτυγμένες χώρες το πρόβλημα της παχυσαρκίας συνδέεται με τα χρόνια νοσήματα, ενώ στις αναπτυσσόμενες τείνει να αντικαταστήσει τα παραδοσιακά προβλήματα δημόσιας υγείας, που είναι ο υποσιτισμός και τα λοιμώδη νοσήματα.1 Σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατων ερευνών, σημαντικό ποσοστό των Ελλήνων ενηλίκων έχει σωματικό βάρος άνω του επιθυμητού, όπως αυτό καθορίζεται από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας.7,8 Η ίδια εικόνα παρατηρείται και σε παιδιά σχολικής ηλικίας.9,10

Είναι γνωστό ότι η παχυσαρκία σχετίζεται με αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας σε πληθυσμιακό επίπεδο, μέσω της αύξησης ορισμένων παραγόντων κινδύνου που ενοχοποιούνται για την εμφάνιση χρόνιων νοσημάτων.1,11–13 Συγκεκριμένα, έχει παρατηρηθεί θετική συσχέτιση της παχυσαρκίας με την αρτηριακή πίεση,14,15 τη χοληστερόλη του ορού16 και τη μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη.17–19 Επιπλέον, φαίνεται ότι η παχυσαρκία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση χρόνιων νοσημάτων,20,21 όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα,22,23 οι διάφορες εντοπίσεις κακοήθων νεοπλασιών,24 ο μη ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης,18 η χολολιθίαση,1 η οστεοαρθρίτιδα25 και ορισμένες ψυχολογικές διαταραχές.1 Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα παχύσαρκα παιδιά συνήθως γίνονται παχύσαρκοι ενήλικες, με όλες τις επιπτώσεις στην υγεία που προαναφέρθηκαν.26

Έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι οι κύριοι αιτιολογικοί παράγοντες της παχυσαρκίας είναι η κληρονομικότητα, οι διατροφικές συνήθειες και το επίπεδο της σωματικής δραστηριότητας.1 Το γεγονός ότι η αύξηση της επίπτωσης της παχυσαρκίας συνέβη σε μικρό χρονικό διάστημα, υποδεικνύει ότι δεν μπορεί να οφείλεται σε μεταβολές του γενετικού υλικού των ατόμων.1 Συνεπώς, οι κύριοι παράγοντες οι οποίοι τείνουν να υπερνικήσουν το φυσιολογικό μηχανισμό ρύθμισης της πρόσληψης τροφής και του μεταβολισμού, που αποτελεί τμήμα της βιολογικής ικανότητας για τη διατήρηση της ενεργειακής ισορροπίας, είναι η σημαντική μείωση της σωματικής δραστηριότητας27,28 και η υψηλή πρόσληψη ενέργειας.

Άλλοι παράγοντες, που πιθανώς ευθύνονται για την ταχεία εξάπλωση της παχυσαρκίας και οι οποίοι χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης, είναι η ενεργειακή πυκνότητα της διατροφής και παράγοντες που σχετίζονται με τη διατροφική συμπεριφορά.1 Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, ο αριθμός των γευμάτων και η κατανομή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας σχετίζονται με το σωματικό βάρος.1,29,30 Συγκε κριμένα, φαίνεται ότι σε ισοθερμιδικές δίαιτες η κατανάλωση πολλών και μικρών γευμάτων υπερτερεί έναντι της κατανάλωσης λίγων και μεγάλων γευμάτων, όσον αφορά την απορρόφηση της γλυκόζης και την υπερτριγλυκεριδαιμία.31 Επίσης, σε έρευνα που έγινε σε παχύσαρκα άτομα υποβαλλόμενα σε δίαιτα αδυνατίσματος, παρατηρήθηκε ότι οι γυναίκες που κατανάλωναν περισσότερα και μικρότερα γεύματα εμφάνιζαν αυξημένη πιθανότητα για απώλεια βάρους σε σχέση με τις γυναίκες που έτρωγαν λιγότερα και μεγαλύτερα γεύματα.1 Σύμφωνα με τα στοιχεία ερευνών που έχουν γίνει σε αναπτυγμένες χώρες, φαίνεται ότι η ελάττωση της κατανάλωσης τροφίμων και οι δίαιτες αδυνατίσματος συχνά οδηγούν σε αποφυγή λήψης του πρωινού γεύματος και αυτό πιθανώς οδηγεί σε υπερβολική κατανάλωση τροφίμων αργότερα κατά τη διάρκεια της ημέρας.32 Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι άτομα με σωματικό βάρος άνω του επιθυμητού δεν καταναλώνουν πρωινό συστηματικά.33–37 Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, ο χρόνος και το περιβάλλον λήψης του πρωινού γεύματος πιθανώς να συσχετίζονται με το σωματικό βάρος.38,39

Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση της σχέσης του σωματικού βάρους με την κατανάλωση πρωινού γεύματος, καθώς και διαφόρων παραγόντων που σχετίζονται με αυτό, σε άτομα νεαρής ηλικίας. Τα αποτελέσματα αυτής της διερεύνησης μπορεί να συμβάλουν στην αποσαφήνιση του προβλήματος της παχυσαρκίας στο νεανικό πληθυσμό της χώρας, με απώτερο σκοπό την εφαρμογή μέτρων πρόληψης.

ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ

Η συλλογή των δεδομένων της έρευνας έγινε στη Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΠ) του ΤΕΙ της Αθήνας. Βασίστηκε σε ειδικά δομημένο έντυπο ερωτηματολόγιο, το οποίο συμπληρώθηκε από 436 σπουδαστές και σπουδάστριες των τμημάτων Νοσηλευτικής, Ιατρικών Εργαστηρίων, Επισκε πτών-Επι σκεπτριών Υγείας και Εποπτών Δημόσιας Υγείας. Η συ μπλή ρωση των ερωτηματολογίων ήταν ανώνυμη και έγινε στις αί θου σες διδασκαλίας. Δεν υπήρχε επικοινωνία των συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια συμπλήρωσης του ερωτηματολογίου και οι ίδιες γενικές οδηγίες και κατευθύνσεις για τη συμπλήρωση δόθηκαν σε όλους. Το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε ερωτήσεις που αφορούσαν ορισμένα βασικά κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά των σπουδαστών, τις διατροφικές τους συνήθειες και τις απόψεις και στάσεις τους σε σχέση με τη διατροφή. Τα κοινωνικο-δη μο γραφικά και σωματομετρικά χαρακτηριστικά των σπουδαστών που περιελάμβανε το ερωτηματολόγιο ήταν η ηλικία, το φύλο, το επάγγελμα των γονέων, ο τόπος διαμονής τους πριν από την εισαγωγή στο ΤΕΙ, το ύψος και το βάρος τους, κατά δήλωσή τους. Για την εκτίμηση του βαθμού παχυσαρκίας χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) ή δείκτης Quetelet, o οποίος υπολογίζεται ως το πηλίκο του βάρους Β (σε kg) διά του ύψους Υ (σε m) στο τετράγωνο (ΔΜΣ=Β/Υ2). Η κατάταξη των ατόμων σε σχέση με το δείκτη μάζας σώματος έγινε με βάση την κατάταξη που έχει προταθεί από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας.1

Για τη διερεύνηση των διατροφικών συνηθειών των σπουδαστών χρησιμοποιήθηκε η συχνότητα κατανάλωσης επιλεγμένων γευμάτων, όπως είναι το πρωινό γεύμα, ή επιλεγμένων τροφίμων, όπως είναι το κόκκινο κρέας, τα οινοπνευματώδη ποτά, τα αναψυκτικά, τα φρούτα, τα διάφορα “snacks” και τα προϊόντα “fast-food”.

Για την αξιολόγηση της σχέσης που υφίσταται μεταξύ βαθμού παχυσαρκίας και συχνότητας κατανάλωσης πρωινού γεύματος, χρησιμοποιήθηκαν υποδείγματα πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης με εξαρτημένη μεταβλητή το δείκτη μάζας σώματος των σπουδαστών και ανεξάρτητες μεταβλητές τη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος, το φύλο, την ηλικία, τη σωματική άσκηση, τις συνήθειες καπνίσματος και το ενδεχόμενο εφαρμογής κάποιας δίαιτας αδυνατίσματος κατά το παρελθόν ή κατά τη διάρκεια της έρευνας. Επίσης, διερευνήθηκε η σχέση κατανάλωσης πρωινού γεύματος με τη σωματική άσκηση και τη συνήθεια του καπνίσματος.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Ο πίνακας 1 δίνει την κατανομή των σπουδαστών κατά φύλο, δείκτη μάζας σώματος, σωματική άσκηση, εφαρμογή δίαιτας αδυνατίσματος, συνήθειες καπνίσματος και συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος. Από τους 436 σπουδαστές που συμμετείχαν στην έρευνα, μόνο 53 (12,2%) ήταν υπέρβαροι, εφόσον είχαν ΔΜΣ μεγαλύτερο ή ίσο του 25 kg/m2, ενώ μόνο 5 (1,1%) μπορούσαν να θεωρηθούν παχύσαρκοι (ΔΜΣ>=30 kg/m2). Από την κατανομή της κατανάλωσης πρωινού γεύματος προκύπτει ότι καθημερινή κατανάλωση ανέφερε περίπου το 29% των σπουδαστών, ενώ λιγότερο από μία φορά την εβδομάδα δήλωνε το 39%. Από τον ίδιο πίνακα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποσοστά αυτών που δήλωναν ότι καπνίζουν (34%) και αυτών που ανέφεραν συστηματική σωματική άσκηση (29%).

Ο πίνακας 2 επεξηγεί τη σχέση λήψης πρωινού γεύματος με τη σωματική άσκηση και τις καπνιστικές συνήθειες. Από τον πίνακα αυτόν προκύπτει αυξημένη κατανάλωση πρωινού σε καθημερινή βάση για τους μη καπνιστές (33,7%) και τα άτομα που ασκούνταν (43,3%). Τα αντίστοιχα ποσοστά καθημερινής κατανάλωσης πρωινού γεύματος των καπνιστών και αυτών που δεν ασκούνταν ήταν 19,6% και 23%.

Από την ταξινόμηση των μέσων τιμών του δείκτη μάζας σώματος κατά φύλο, στον πίνακα 3 προκύπτει ότι οι νεαροί άνδρες εμφανίζουν υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος από τις νεαρές γυναίκες κατά 3 μονάδες περίπου (24 έναντι 21,1 kg/m2). Από τον ίδιο πίνακα προκύπτει επίσης ότι υψηλότερη τιμή του δείκτη παχυσαρκίας έναντι των υπολοίπων (αναμενόμενη, άλλωστε) εμφανίζουν τα άτο μα που ακολουθούν ή ακολούθησαν στο παρελθόν κά ποια δίαιτα αδυνατίσματος (22,9 έναντι 20,6 kg/m2). Ση μαντικές διαφοροποιήσεις ως προς το βαθμό παχυσαρκίας μεταξύ καπνιστών και μη καπνιστών, όπως και μεταξύ αυτών που ασκούνταν και αυτών που δεν ασκούνταν, δεν προκύπτουν από το συγκεκριμένο πίνακα. Αντί θετα, ως προς τη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος, οι μέσες τιμές του δείκτη μάζας σώματος των σπουδαστών φαίνεται να μειώνονται αυξανομένης της συχνότητας κατανάλωσης πρωινού (από 22,6 kg/m2, που είναι ο ΔΜΣ αυτών που καταναλώνουν λιγότερο από μία φορά την εβδομάδα πρωινό, σε 21,2 kg/m για αυτούς που καταναλώνουν πρωινό κάθε μέρα).

Όλες οι παραπάνω σχέσεις, λόγω των αμοιβαίων αλ ληλεπιδράσεων που υφίστανται, δεν μπορούν να ερμηνευθούν ευθέως, παρά μόνο μετά την εφαρμογή υποδείγματος πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης με εξαρτημένη μεταβλητή το δείκτη μάζας σώματος των σπουδαστών και ανεξάρτητες το φύλο, την ηλικία (σε χρόνια), την πιθανή σωματική άσκηση (ναι, όχι), την εφαρμογή δίαιτας αδυνατίσματος (ναι, όχι), το κάπνισμα (ναι, όχι) και τη συχνότητα λήψης πρωινού γεύματος (λιγότερο από μία φορά την εβδομάδα, 1–3 φορές την εβδομάδα, 4–6 φορές την εβδομάδα, κάθε μέρα). Λόγω της απάλειψης των συγχυτικών επιδράσεων μεταξύ των ανεξάρτητων μεταβλητών του συγκεκριμένου υποδείγματος, οι σχέσεις που υφίστανται μεταξύ του δείκτη μάζας σώματος και των μεταβλητών αυτών αποσαφηνίζονται πλήρως. Έτσι, στον πίνακα 4 εμφανίζεται η διαφορά των τριών περίπου μονάδων (3,12 kg/m2) στο δείκτη μάζας σώματος των νεαρών ανδρών έναντι των νεαρών γυναικών (συντελεστής παλινδρόμησης β των ανδρών έναντι των γυναικών), ενώ δεν προσδιορίζεται στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ αυτών που ασκούνταν συστηματικά και των υπολοίπων, καθώς επίσης και μεταξύ καπνιστών και μη καπνιστών. Από τον ίδιο πίνακα προκύπτει οριακά στατιστικά σημαντική (P=0,08) αύξηση του δείκτη μάζας σώματος (κατά 0,12 kg/m2) ανά έτος ηλικίας των σπουδαστών και σημαντική διαφορά (κατά 2,5 kg/m2) μεταξύ αυτών που ακολουθούν ή ακολούθησαν δίαιτα αδυνατίσματος και των υπολοίπων. Ως προς την κατανάλωση πρωινού γεύματος, η μεταβολή του δείκτη μάζας σώματος, έτσι όπως αυτή προσδιορίζεται από τους συντελεστές της γραμμικής παλινδρόμησης, φαίνεται να είναι δοσομετρική. Έτσι, σε σχέση με τους σπουδαστές που ανέφεραν κατανάλωση πρωινού μικρότερη από μία φορά την εβδομάδα, ο ΔΜΣ των σπουδαστών που ανέφεραν κατανάλωση 1–3 φορές/εβδομάδα είναι μικρότερος κατά 1,11 kg/m2, ενώ στους σπουδαστές με κατανάλωση 4–6 φορές/εβδομάδα είναι μικρότερος κατά 1,21 kg/m2. Σε αυτούς που ανέφεραν καθημερινή λήψη πρωινού, ο ΔΜΣ είναι επίσης μικρότερος κατά 0,91 kg/m2 έναντι αυτών που ανέφεραν κατανάλωση μικρότερη από μία φορά την εβδομάδα.

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας μελετήθηκε το σωματικό βάρος σπουδαστών του ΤΕΙ και διερευνήθηκε η σχέση του με τη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος. Από τα αποτελέσματα που προέκυψαν διαπιστώθηκε ότι, αν και ο δείκτης μάζας σώματος της πλειοψηφίας των σπουδαστών βρίσκεται σε φυσιολογικά όρια, ποσοστό 13% περίπου από αυτούς είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Σε ανάλογη εργασία, που έγινε το 1993 και αφορούσε Έλληνες νεοσύλλεκτους στρατιώτες αντίστοιχης ηλικίας με αυτή των σπουδαστών, τα ποσοστά των υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων ήταν σαφώς υψηλότερα.7 Αυτό πιθανώς να οφείλεται στο γεγονός ότι μεγάλο ποσοστό (80,5%) των σπουδαστών είναι γυναίκες, σε αντιδιαστολή με τους νεοσύλλεκτους, το δε ποσοστό των αρρένων σπουδαστών με ΔΜΣ μεγαλύτερο του 25 kg/m2 βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο με εκείνο που παρατηρήθηκε μεταξύ των νεοσυλλέκτων (30% περίπου).

Ο δείκτης μάζας σώματος των σπουδαστών διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με τη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού γεύματος και η διαφοροποίηση αυτή φαίνεται να είναι δοσομετρική: ο ΔΜΣ μειώνεται σταδιακά από την κατηγορία της σπάνιας κατανάλωσης πρωινού γεύματος προς την κατηγορία της συστηματικής κατανάλωσης πρωινού. Έτσι, σε σχέση με τους σπουδαστές που ανέφεραν κατανάλωση πρωινού γεύματος μικρότερη από μία φορά την εβδομάδα, ο ΔΜΣ των σπουδαστών που ανέφεραν κατανάλωση 1–3 φορές/εβδομάδα είναι μικρότερος κατά 1,11 kg/m2, ενώ ο ΔΜΣ των σπουδαστών με κατανάλωση 4–6 φορές/εβδομάδα είναι μικρότερος κατά 1,21 kg/m2. Η διαφορά αυτή είναι μικρότερη στους σπουδαστές που ανέφεραν καθημερινή κατανάλωση πρωινού γεύματος (0,91 kg/m2), γεγονός όμως που δεν διαφοροποιεί τη γενική εικόνα. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνονται και από τα αποτελέσματα αντίστοιχων μελετών, που έγιναν σε άλλες χώρες. Σε έρευνα που διεξήχθη στη Γαλλία, σε δείγμα παιδιών ηλικίας 7–12 ετών, βρέθηκε ότι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά προσλάμβαναν λιγότερη ενέργεια κατά το πρωινό γεύμα.30 Επίσης, από τα αποτελέσματα μελέτης που έγινε στη Μ. Βρετανία, σε δείγμα εφήβων ηλικίας 13–14 ετών, προέκυψε ότι τα άτομα που είχαν χαμηλότερο ΔΜΣ κατανάλωναν περισσότερη ενέργεια στο πρωινό σε σχέση με τα άτομα που είχαν υψηλότερο ΔΜΣ.36 Παρόμοια αποτελέσματα προκύπτουν από αντίστοιχες έρευνες που έχουν γίνει σε παιδιά και εφήβους στην Ισπανία35 και στη Νορ βηγία,34 αλλά και σε ηλικιωμένα άτομα στην Ελλά δα.37 Η αντίστροφη σχέση μεταξύ σωματικού βάρους και συχνότητας κατανάλωσης πρωινού γεύματος μπορεί να οφείλεται στο ότι τα άτομα που καταναλώνουν πρωινό φαίνεται ότι κάνουν υγιεινότερες διατροφικές επιλογές στα υπόλοιπα γεύματα της ημέρας.34,35,39

Η διερεύνηση της σχέσης δείκτη μάζας σώματος και καπνίσματος δεν έδωσε σημαντικά αποτελέσματα, γε γονός που μπορεί να αποδοθεί στο νεαρό της ηλικίας των συμμετεχόντων και, κατά συνέπεια, στη μικρή διάρκεια της συνήθειας του καπνίσματος, η οποία δεν έχει επηρεάσει ακόμη το σωματικό τους βάρος. Μη σημαντική βρέθηκε επίσης η σχέση του δείκτη μάζας σώματος με τη σωματική άσκηση. Αυτή η τελευταία διαπίστωση μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι απαντήσεις των σπουδαστών στην ερώτηση «αν ασκούνται συστηματικά» συχνά απέχουν από την πραγματικότητα, όπως έχει διαφανεί σε αποτελέσματα άλλων ερευνών.40 Για να υπάρχει μεγαλύτερη αξιοπιστία στις απαντήσεις της σχετικής ερώτησης, θα έπρεπε να καταγράφεται αναλυτικά από τους συμμετέχοντες το είδος, η συχνότητα, η διάρκεια και η ένταση της σωματικής τους δραστηριότητας.

Αντίθετα, σημαντική βρέθηκε η σχέση της κατανάλωσης του πρωινού γεύματος με τις καπνιστικές συνήθειες και τη σωματική άσκηση. Ειδικότερα, προσδιορίστηκε αυξημένη συχνότητα κατανάλωσης πρωινού από τους μη καπνιστές και τα άτομα που ασκούνται, σε αντιδιαστολή με τους καπνιστές και τα άτομα που δεν ασκούνται, των οποίων η λήψη πρωινού είναι περιορισμένη. Οι διαπιστώσεις αυτές υποδηλώνουν ότι υπάρχει συρροή θετικών ή αρνητικών συμπεριφορών υγείας στα ίδια άτομα, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τις αντίστοιχες παρεμβατικές μεθόδους αγωγής υγείας.

Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της παρούσας ερ γασίας δείχνουν ότι, αν και η μέση τιμή του ΔΜΣ βρίσκεται σε φυσιολογικά επίπεδα, ποσοστό 13% των σπουδαστών έχει αυξημένο σωματικό βάρος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίστροφη σχέση μεταξύ της συ χνότητας κατανάλωσης πρωινού γεύματος και του ΔΜΣ. Η σχέση αυτή χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Όμως, δε δομένης της γενικότερης ευεργετικής επίδρασης που έχει η συστηματική κατανάλωση πρωινού γεύματος στην υγεία των παιδιών και των εφήβων,34,35 αλλά και του γενικού πληθυσμού, η ανωτέρω συσχέτιση θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει τη βάση για τη χάραξη αποτελεσματικής πολιτικής δημόσιας υγείας στο συγκεκριμένο θέμα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. WHO. Obesity: Preventing and managing the global epidemic. Report of a WHO Consultation on obesity. Geneva, 1997
  2. KEIL U, KUULASMAA K. WHO MONICA Project: Risk factors. Int J Epidemiol 1989, 18(Suppl 1):S46–S55
  3. SEIDELL JS. Time trends in obesity: an epidemiological perspective. Horm Metab Res 1997, 29:155–158
  4. KUCZMARSKI RJ, FLEGAL KM, CAMPBELL SM, JOHNSON CL. Increasing prevalence of overweight among US adults. The national Health and Nutrition Examination Surveys 1960 to 1991. JAMA 1994, 272:205–211
  5. BERRIOS X, KAPANEN T, HUIGUANG T, KHALTAEF N, PUSKA P, NISSINEN A. Distribution and prevalence of major risk factors of noncommunicable diseases in selected countries: the WHO Inter-Health Programme. Bull World Health Organ 1997, 75:99–108
  6. FREEDMAN DS, SRINIVASAN SR, VALDEZ RA, WILLIAMSON DF, BERENSON GS. Secular increases in relative weight and adiposity among children over two decades; the Bogalusa Heart Study. Pediatrics 1997, 99:420–426
  7. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ Ε, ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Λ, ΜΑΝΤΖΩΡΟΣ Χ, ΑΛΙΦΕΡΗΣ Κ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Κ. Επίδραση κοινωνικοοικονομικών παραγόντων στο βάρος και την παχυσαρκία των νέων Ελλήνων. Ιατρική 1993, 63:595–601
  8. ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ΕΠΙΚ). Ενημερωτικό φυλλάδιο. Τεύχος 1, 1996
  9. ΚΑΦΑΤΟΣ Α, ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ, ΤΡΑΚΑ Ν, WYNDER E, ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ Σ, ΔΟΞΙΑΔΗΣ Σ. Προδιαθεσικοί παράγοντες καρδιαγγειακών νοσημάτων σε παιδιά ηλικίας 13 χρόνων. Ιατρική 1981, 40:113–121
  10. ARAVANIS C, MENSINK RP, KARALIAS N, CHRISTODOULOU B, KAFATOS A, KATAN MB. Serum lipids, apoproteins and nutrient intakes in rural Cretan boys consuming high-olive oil-diet. J Clin Epide miol 1988, 41:1117–1123
  11. MANSON JE, WILLETT WC, STAMPFER MJ, COLDITZ GA, HUNTER DJ, HANKINSON SE ET AL. Body weight and mortality among women. N Engl J Med 1995, 333:677–685
  12. RISSANEN A, HELIOVAARA M, KNEKT P, REUNANEN A, AROMAA A, MAATELA J. Risk of disability and mortality due to overweight in a Finnish population. Br Med J 1990, 301:835–837
  13. SEIDELL JC, VERSHUREN WM, VAN LEER EM, KROMHOUT D. Overwei ght, underweight and mortality. A prospective study of 48,287 men and women. Arch Intern Med 1996, 156:958–963
  14. PI-SUNYER FX. Health implications of obesity. Am J Clin Nutr 1991, 53(Suppl 6):S1595–S1603
  15. MACMAHON S, PETO R, CUTLER J, COLLINS R, SORLIE P, NEATON J ET AL. Blood pressure, stroke and coronary heart disease. Part 1. Prolonged differences in blood pressure: prospective observa tional studies corrected for the regression dilution bias. Lancet 1990, 335:765–774
  16. DESPRES JP, MOORJANI S, LUPIEN PJ, TREMBLAY A, NADEAU A, BOU CHARD C. Regional distribution of body fat, plasma lipoproteins, and cardiovascular disease. Arteriosclerosis 1990, 10:497–511
  17. McKEIGUE PM, PIERPOINT T, FERRIE JE, MARMOT MG. Relationship of glucose intolerance and hyperinsulinaemia to body fat pattern in south Asians and Europeans. Diabetologia 1992, 35:785–791
  18. MODAN M, KARASIK A, HALKIN H, FUCHS Z, LUSKY A, SHITRIT A ET AL. Effect of past and concurrent body mass index on prevalence of glucose intolerance and type 2 (non-insulin-dependent) diabetes and on insulin response. The Israel study of glucose intolerance, obesity and hypertension. Diabetologia 1986, 29:82–89
  19. CHARLES MA, FONTBONNE A, THIBULT N, WARNET JM, ROSSELIN GE, ESCHWEGE E. Risk factors for NIDDM in white population. Paris prospective study. Diabetes 1991, 40:796–799
  20. VAN ITALLIE TB. Health implications of overweight and obesity in the United States. Ann Intern Med 1985, 103:983–988
  21. WILLETT WC, STAMPFER M, MANSON J, VAN ITALLIE T. New weight guidelines for Americans: Justified or injudicious? Am J Clin Nutr 1991, 53:1102–1103
  22. KANNEL WB, D’ AGOSTINO RB, COBB JL. Effect of weight on cardiovascular disease. Am J Clin Nutr 1996, 63(Suppl 3):S419– S422
  23. WILLETT WC, MANSON JE, STAMPFER MJ, COLDITZ GA, ROSNER B, SPEIZER FE ET AL. Weight, weight change, and coronary heart disease in women. Risk within the “normal” weight range. JAMA 1995, 273:461–465
  24. TRICHOPOULOS D, LAGIOU P. Nutritional strategies for cancer prevention. J Epidemiol 1996, 6(Suppl):S111–S115
  25. GLIMET T, MASSE JP, KUNTZ D. Obesity and arthritis of the knee. Rev Rheum Mal Osteoartic 1990, 57:207–209
  26. HOFFMANS MD, KROMHOUT D, COULANDER CD. Body mass index at the age of 18 and its effect on 32-year mortality from coronary heart disease and cancer. A nested case-control study among the entire 1932 Dutch male birth cohort. J Clin Epide miol 1989, 42:513–520
  27. RISING R, HARPER IT, FONTVIELLE AM, FERRARO RT, SPRAUL M, RAVUS SIN E. Determinants of total daily energy expenditure: variability in physical activity. Am J Clin Nutr 1994, 59:800–804
  28. DAVIES PS, GREGORY J, WHITE A. Physical activity and body fatness in pre-school children. Int J Obes Relat Metab Disord 1995, 19: 6–10
  29. ORTEGA RM, REDONDO MR, ZAMORA MJ, LOPEZ-SOBALER AM, QUINTAS ME, ANDRES P ET AL. Relationship between the number of daily meals and the energy and nutrient intake in the elderly. Effect of various cardiovascular risk factors. Nutr Hosp 1998, 13:186–192
  30. BELLISLE F, ROLLAND-CACHERA MF, DEHEEGER M, GUILLOUD-BATAILLE M. Obesity and food intake in children: evidence for a role of metabolic and/or behavioral daily rhythms. Appetite 1988, 11: 111–118
  31. JENKINS DJ, WOLEVER TM, VUKSAN V, BRIGHENTI F, CUNNANE SC, RAO AV ET AL. Nibbling versus gorging: metabolic advantages of increased meal frequency. N Engl J Med 1989, 321:929–934
  32. HOLT S, BRAND J, SOVENY C, HANSKY J. Relationship of satiety to postprandial glycaemic, insulin and cholecystokinin responses. Appetite 1992, 18:129–141
  33. HEATON KW. Breakfast–Do we need it? J Royal Soc Med 1989, 82:770–771
  34. ANDERSEN LF, NES M, SANDSTAD B, BJORNEBOE GE, DREVON CA. Dieta ry intake among Norwegian adolescents. Eur J Clin Nutr 1995, 49:555–564
  35. ORTEGA RM, REQUEJO AM, LOPEZ-SOBALER AM, QUINTAS ME, ANDRES P, REDONDO MR ET AL. Difference in the breakfast habits of overweight/obese and normal weight school children. Int J Vitam Nutr Res 1998, 68:125–132
  36. SUMMERBELL CD, MOODY RC, SHANKS J, STOCK MJ, GEISSLER C. Relationship between feeding pattern and body mass index in 220 free-living people in four age groups. Eur J Clin Nutr 1996, 50:513–519
  37. WAHLQVIST ML, KOURIS-BLAZOS A, WATTANAPENPAIBOON N. The significance of eating patterns: an elderly Greek case study. Appe ti te 1999, 32:23–32
  38. FUKINO Y, OISHI K, KONDO S, MAKITA K, AKISADA C. Study of nutrient intake, physical activities and blood properties among elementary school children in Fuji City. Jpn J Nutr 1997, 55:119–128
  39. FU P, ZHANG H, SIEW SM, WANG S, XUE A, HSU-HAGE B ET AL. Food intake patterns in urban Beijing Chinese. Asia Pacific J Clin Nutr 1998, 7:117–122
  40. TRICHOPOULOU A, GNARDELLIS C, LAGIOU A, BENETOU B, TRICHO POULOS D. Body mass index in relation to energy intake and expenditure among adults in Greece. Epidemiology (in press)

 


© 2000, Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής